ορειτρεφης

ορειτρεφης
    ὀρειτρεφής
    ὀρει-τρεφής
    2
    вскормленный в горах, горный
    

(θῆρες Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορειτρεφης" в других словарях:

  • ορειτρεφής — ὀρειτρεφής, ές (Α) αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • ὀρειτρεφέας — ὀρειτρεφής mountain bred masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριτρεφής — ὀριτρεφής, ές (Α) βλ. ορειτρεφής …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»